- αισθητικός
- -ή, -ό (Α αἰσθητικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός τουνεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στην επιστήμη τής αισθητικής*2. αυτός που ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις περί αισθητικής, καλαίσθητος, ωραίος3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσιαστικό) αυτός που ασχολείται με την επιστήμη τής αισθητικήςαυτός που ασχολείται με την περιποίηση τού προσώπου και τού σώματος4. το θηλ. ως ουσ. η Αισθητική*η επιστήμη που εξετάζει το καλό (το ωραίο) κυρίως στην τέχνηη τέχνη που φροντίζει την ομορφιά τού προσώπου και τού σώματος βοηθώντας τη διατήρησή τηςαρχ.1. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, νοήμων, οξύνους2. δριμύς, δυνατός3. (για πράγματα) αντιληπτός, φανερός, ευνόητος4. φρ. «αἰσθητικὴ ἀναθυμίασις», (για τους Στωικούς) η ψυχήεπιρρ. «αἰσθητικῶς ἔχω», έχω γρήγορη, άμεση αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται κανονικά από το επίθ. αἰσθητός, χωρίς να αποκλείεται και η απευθείας παραγωγή τής λ. από το ουσ. αἴσθησις.ΠΑΡ. νεοελλ. αισθητική, αισθητικότητα].
Dictionary of Greek. 2013.